κυκλοφ: Ιούνιος 2020
isbn: 978-618-84607-6-8
σελίδες: 254
διαστάσεις: 22x16
τιμή: 15,00 ευρώ

ΤΟ ΘΕΜΑ της έμφυλης βίας έχει μπει στον δημόσιο λόγο και διάλογο και διαπερνά τις δημόσιες πολιτικές εδώ και μερικές δεκαετίες. Δεν είναι πολύ μακρινές οι εποχές που η κακοποίηση μιας γυναίκας θεωρείτο, και σε κάποιον βαθμό θεωρείται ακόμα, προσωπικό ζήτημα, κάτι σαν κακοτυχία ή αποτυχία. Η γυναίκα που υφίστατο την ανδρική βία -είτε περιστασιακά, είτε συστηματικά στο πλαίσιο της προσωπικής σχέσης ή γάμου- είχε μάθει να πιστεύει ότι αποτελούσε «δικό της πρόβλημα», κακοτυχία της, ανεπάρκειά της. Αντίθετα, η ανάλυση του φεμινιστικού κινήματος ήταν ότι αποτελούσε συνέπεια των σχέσεων εξουσίας και ελέγχου του σώματος και των δραστηριοτήτων των γυναικών. Υπάρχουν βεβαίως και άλλες συνέπειες των σχέσεων εξουσίας, αλλά ας περιοριστούμε στο αντικείμενο του βιβλίου.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΒΙΒΛΙΟ περιλαμβάνει δεκαεννέα υποθέσεις βίας διαφόρων ειδών κατά των γυναικών που έλαβαν χώρα τη δεκαπενταετία 1998 έως 2012, με τη δικαστική διερεύνηση κάποιων από αυτές να συνεχίζεται μέχρι πρόσφατα· κατ’ αυτόν τον τρόπο, πιστεύω πως αποτελεί μια αντιπροσωπευτική τοιχογραφία των περιστατικών έμφυλης βίας της συγκεκριμένης περιόδου. Είναι οι σημαντικότερες υποθέσεις στις οποίες ενεπλάκη με δράσεις συμπαράστασης και αλληλεγγύης το φεμινιστικό κίνημα στην Ελλάδα, ή τουλάχιστον το κομμάτι του φεμινιστικού κινήματος στο οποίο συμμετείχα προσωπικά. Αφηγείται και προσπαθεί να αναλύσει βάρβαρες πράξεις που γίνονται γύρω μας και περικλείει πολύ πόνο, πολλή βία σωματική και ψυχολογική, μερικές ασθενείς νίκες και κάποιες μεγάλες ματαιώσεις.

ΩΣΤΟΣΟ, εγώ το βλέπω αισιόδοξα. Και θα ήθελα η αναγνώστρια και ο αναγνώστης να σκεφτεί ότι αναφέρομαι στις αντιστάσεις σε αυτές τις βαρβαρότητες, στη ζωή που ζούμε και θέλουμε να ζούμε όλες και όλοι εμείς που συμμετείχαμε στις δράσεις που θα διαβάσετε. Μια ζωή που θα συνεχίσουμε μέχρι την πλήρη εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών. Δεν ξεχνάμε ότι η εξέγερση αρχίζει από παλιά και προχωρά, όσο υπάρχει ανάγκη, βαθιά στο μέλλον· ελπίζουμε όχι στο πολύ μακρινό...


ΜΠΟΡΕΙ το βιβλίο να είναι προσωπική μου δουλειά, ωστόσο κάθε άλλο παρά προσωπικό είναι. Παρουσιάζοντας το χρονικό κάθε υπόθεσης, προσπάθησα να ανασυνθέσω μέσα από τη διαρκή παράθεση πηγών τη δουλειά και τον αγώνα χιλιάδων ανθρώπων, οι οποίοι έδρασαν είτε κατά μόνας είτε οργανωμένοι σε συλλογικότητες. Εκεί που μπαίνει μια πιο προσωπική διάσταση είναι το κομμάτι των αξιολογήσεων, το οποίο ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο έχω φροντίσει να είναι ευδιάκριτο.

ΤΟ ΕΤΟΣ 1998 επιλέχτηκε ως αφετηρία για δύο λόγους:

- Πρώτον, ήταν η περίοδος που απογειωνόταν η φριχτή βαρβαρότητα της καταναγκαστικής πορνείας αλλοδαπών γυναικών. Επρόκειτο για κανονική αγορά που είχε ως κύριο εμπόρευμα τα σώματα κοριτσιών από την Ανατολική Ευρώπη και την πρώην Σοβιετική Ένωση, μετά τη διάλυση αυτών των κοινωνιών κατά το πέρασμά τους στον καπιταλισμό. Είχε επίσης ως αφεντικά τους μαστροπούς, ως τροχονόμους πολλούς κρατικούς λειτουργούς και ως «καταναλωτικό κοινό» τους πολυπληθείς πελάτες, που γίνονταν ολοένα περισσότεροι μέσα από την προώθηση αυτής της βαρβαρότητας ως μόδας. Τότε δεν υπήρχε στην Ελλάδα εξειδικευμένο νομικό πλαίσιο για το έγκλημα της εμπορίας ανθρώπων· ο πρώτος σχετικός νόμος ψηφίστηκε το 2002.

- Δεύτερον, το 1998 έγινε η πρώτη ενυπόγραφη δημόσια καταγγελία για ένα τέτοιο κύκλωμα, και μάλιστα από άνθρωπο που εργαζόταν στη νύχτα (χωρίς να είναι «της νύχτας») και είχε υπάρξει αυτόπτης μάρτυρας. Τελικά ο καταγγέλλων από κατήγορος βρέθηκε άδικα κατηγορούμενος και συρόταν στα δικαστήρια για δεκατρία ολόκληρα χρόνια, ενώ για όσα κατήγγειλε δεν καταδικάστηκε κανείς.

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ φυσικά δεν περιορίζεται στο τράφικινγκ με σκοπό την εκπόρνευση. Ασχολούμαι επίσης με υποθέσεις βιασμών, εργασιακού τράφικινγκ, συζυγοκτονιών, βαριών κακοποιήσεων. Με την εκδίκηση εναντίον μιας συνδικαλίστριας, τον ζόφο στις φυλακές, την καταπάτηση δικαιωμάτων κακοποιημένων γυναικών διαφόρων μορφών, τη γυναίκα που αντιστάθηκε στη βία σκοτώνοντας έναν βίαιο σύζυγο. Και τελευταία και σημαντικότατη υπόθεση, με το κυνήγι μαγισσών, τη σύλληψη και διαπόμπευση οροθετικών γυναικών στο κέντρο της Αθήνας.

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΥΧΑΙΟ ότι τα περισσότερα θύματα βίας που θα συναντήσουμε είναι μετανάστριες, «νόμιμες» ή «παράνομες» (η διάκριση είναι στον νόμο, όχι στη δική μας συνείδηση). Να πούμε θύματα βίας ή επιβιώσασες από τη βία; Ναι, οι περισσότερες επιβίωσαν, με τρομακτικά και συχνότατα ανεξίτηλα τραύματα στην ψυχή και στο σώμα. Άλλες δεν τα κατάφεραν. Όσες δεν μας βρήκαν στο δρόμο τους ή δεν τις βρήκαμε στο δρόμο μας, συνήθως είχαν πολύ χειρότερη τύχη.

ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ξεκινά ο τίτλος αυτού του βιβλίου με τον όρο «πατριαρχική δικαιοσύνη»; Διότι μέσα από την εξέλιξη των υποθέσεων φαίνεται η πατριαρχική αντίληψη σε λαϊκούς και θεσμικούς (και θεσμικές, δεν ξεχνάμε). Δεν αναφερόμαστε μόνο στο επίσημο σύστημα απονομής δικαιοσύνης, αναφερόμαστε επίσης στη νοοτροπία και συμπεριφορά όλων των εμπλεκομένων, αλλά και την αδιαφορία ή τη συναίνεση της πλειοψηφίας της κοινωνίας απέναντι στο φαινόμενο «πατριαρχία».


Η ΠΑΡΑΘΕΣΗ των στοιχείων της κάθε υπόθεσης είναι συνήθως αρκετά λεπτομερής. Μέσα από την περιγραφή των δράσεών μας ρέει και η πολιτική που υποστηρίζαμε και η οποία μας ενέπνεε. Προκύπτει μέσα από τις ανακοινώσεις που παραθέτουμε, ολόκληρες ή τμήματά τους, ο τρόπος με τον οποίο προσπαθούσαμε -και καταφέρναμε σε κάποιον βαθμό- να ευαισθητοποιήσουμε τμήματα της κοινωνίας για την αλληλεγγύη, για την επίτευξη των στόχων στην κάθε συγκεκριμένη υπόθεση, για τη συγκρότηση ενός δυνατού φεμινιστικού κινήματος.

ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΛΕΣ οι συλλογικότητες που συμμετείχαν σε καθεμιά από τις υποθέσεις, και όχι πάντα οι ίδιες. Επίσης, είναι πολλές οι γυναίκες που συμμετείχαν μεμονωμένα, είτε ως ανεξάρτητες φεμινίστριες είτε λόγω ένταξής τους σε οργανώσεις δικαιωμάτων διαφόρων ειδών. Δεν έχω αναφέρει ονόματα οργανώσεων, παρά μόνο τις υπογραφές τους στις συγκεκριμένες ανακοινώσεις. Πολύ περισσότερο, δεν έβαλα ονόματα γυναικών (και κάποιων ανδρών) που συμμετείχαν σε κάθε συλλογικότητα, παρά μόνο στις περιπτώσεις που έχουν ένα άρθρο, μια ομιλία ή κάποιο συγκεκριμένο έργο. Η αναφορά ονομάτων θα ήταν προβληματική, γιατί ο βαθμός συμμετοχής της καθεμιάς είναι διαφορετικός, αλλά και γιατί τα ονόματα των συμμετεχουσών σε όλες αυτές τις δράσεις, όπως σημειώνω πιο πάνω, είναι πολλές εκατοντάδες ή χιλιάδες.

ΣΤΗΝ ΚΑΘΕ υπόθεση βάζουμε τις σχετικές ανακοινώσεις. Κάποιες φορές υπάρχει μια επανάληψη, που τη θεώρησα αναγκαία γέφυρα για την επόμενη κίνηση που κάναμε – και για την κατανόηση αυτής της κίνησης. Ευελπιστώ ότι κάποιες νέες γυναίκες που συγκινούνται από τον αγώνα για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών, θα βρουν στις τακτικές που εκδιπλώσαμε μες σ’ αυτούς τους αγώνες ένα καλό παράδειγμα, μια καλή πρακτική, και μακάρι βέβαια να την εξελίξουν.


ΟΣΟ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, τον επίσημο θεσμό, να πούμε ότι μετά από αγώνες των γυναικείων κινημάτων έχουμε φτάσει στο σημείο να έχουμε πάνω από 70% γυναίκες στις έδρες των δικαστηρίων, κάποιες από αυτές και στα εφετεία και στα ανώτατα δικαστήρια. Η συμπεριφορά αυτών των γυναικών κατά την εκδίκαση των υποθέσεων δεν θα λέγαμε ότι είναι συνήθως καλύτερη απ’ ό,τι των ανδρών δικαστών, κάτι το οποίο πάντα προσδοκούμε αλλά συχνά ματαιωνόμαστε.

ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΑ, όπως φαίνεται από τη μεγάλη πλειοψηφία των υποθέσεων που πραγματευόμαστε, η εφαρμογή των νόμων υστερεί σε όλη τη διάρκεια εξέλιξης κάθε υπόθεσης – ακόμα και όσων νόμων είναι προχωρημένοι. Από την αστυνομία, τα δικαστήρια, τις φυλακές, αλλά και την επόμενη μέρα αυτών των γυναικών σε δομές στήριξης, σε θέματα εργασίας, υγείας και τόσα άλλα. Βέβαια αυτές οι υπηρεσίες, με αυτούς τους νόμους, λειτουργούν σε μια θάλασσα πατριαρχίας, όπου κολυμπάμε όλες και όλοι. Η πατριαρχία είναι το φυσικό περιβάλλον, οπότε οι ανισότητες κάθε μορφής για της γυναίκες που βρίσκονται σε καταστάσεις κρίσης είναι λίγο ως πολύ αποδεκτές κοινωνικά.

ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ έχει τις δικές του αρχές λειτουργίας. Είναι χαρακτηριστική και επαναλαμβανόμενη η απάντηση που έχουμε λάβει από λειτουργούς του, κυρίως αξιωματικούς της αστυνομίας, όταν διαμαρτυρόμαστε γιατί δεν παραπέμπονται στη δικαιοσύνη κάποιοι που έχουν φανερά παρανομήσει, συνεργήσει σε παρανομίες ή τις έχουν συγκαλύψει: «Το ξέρουμε, κυρίες μου, ότι υπάρχουν επίορκοι ανάμεσά μας. Φροντίζουμε να τους περιθωριοποιούμε ώστε να μην μπορούν να επαναλαμβάνουν τέτοιες συμπεριφορές. Αλλά δεν μπορούμε να διαλύσουμε το σώμα». Αυτά είναι περίπου τα λόγια που ακούμε κάθε φορά που εγκαλούμε τις αρχές για τη διαιώνιση της ατιμωρησίας. Μαζί με τη συγκάλυψη των παρανομιών -ακόμη και κακουργημάτων- κάποιων κρατικών λειτουργών, τη γλιτώνουν εκ των πραγμάτων και οι απλοί ιδιώτες.

ΚΑΙ ΤΙ ΝΑ ΠΟΥΜΕ για τον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης; Ότι είναι ακριβό και χρονοβόρο να απευθύνεται μια γυναίκα σ’ αυτή, διότι η κάθε υπόθεση παίρνει περίπου οκτώ ή δέκα χρόνια για να καταλήξει σε τελεσίδικη απόφαση και απαιτείται μεγάλη υπομονή και επαναθυματοποίηση των γυναικών που έχουν προσφύγει; Ο χρόνος αυτός φαίνεται σε πολλές από τις υποθέσεις του βιβλίου μας.

ΒΕΒΑΙΩΣ, πέρα από τους τρομακτικά αργούς ρυθμούς, το μείζον είναι ότι η δικαιοσύνη κινείται συχνά στο πνεύμα της συγκάλυψης, ακόμα και της αποδοχής της πατριαρχικής αντίληψης ως «κοινού περί δικαίου αισθήματος». Αυτό το βλέπουμε και σε άλλες χώρες που έχουν ταχύτερο σύστημα, αλλά το ουσιαστικό πρόβλημα παραμένει. Απλώς, εδώ όλα συμβαίνουν στον υπερθετικό βαθμό. Είναι επίσης εντυπωσιακό το πώς τα 32 χρόνια στον πρώτο βαθμό γίνονται 5 στα Εφετεία, και πώς τα μεγάλα κυλώματα εμπορίας γυναικών καταλήγουν με ποινές-χάδια, μετατρέποντας έτσι τη βάρβαρη αυτή επιχείρηση σε μικρού ρίσκου.

ΕΝΤΟΥΤΟΙΣ, η σκοτεινιά του συνολικού τοπίου δεν επιτρέπεται να αποτελεί άλλοθι. Όλοι οι νόμοι που έχουν ψηφιστεί, όπως και όλες οι κατακτήσεις των γυναικών προς την ισότητα, είναι προϊόντα αγώνων σαν αυτούς που περιγράφονται σ’ αυτό το βιβλίο.


ΕΠΙΣΗΣ, δεν ξεχνάμε ποτέ την ταξική παράμετρο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι μετανάστριες βρίσκονται σε σκληρότερες συνθήκες, λόγω ακριβώς της οικονομικής κατωτερότητας και της αδυναμίας να βρουν νομική συνδρομή για λόγους οικονομικούς. Αλλά, όπως δείχνουν οι υποθέσεις μας, και οι ντόπιες βρίσκονται σε μεγάλη δυσκολία, τόσο οικονομική όσο και κοινωνική. Η πιο καταλυτική περίπτωση είναι η τελευταία μας, αυτή των οροθετικών γυναικών που συνελήφθησαν και διαπομπεύτηκαν τον Μάιο του 2012. Αυτές ήταν πάμφτωχες και τοξικοεξαρτημένες, πολλές στον δρόμο, και το επίδικο δεν ήταν κάποια οικονομική εκμετάλλευση, αλλά ο προσπορισμός πολλαπλών οφελών από αυτούς που την εμπνεύστηκαν (η τότε κυβέρνηση), την υλοποίησαν (αστυνομία, ΚΕΕΛΠΝΟ, εισαγγελείς) και την υποστήριξαν (μέσα ενημέρωσης).

ΜΠΟΡΕΙ Η ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΑ να είναι παντού και να επικαθορίζει τα πάντα, αλλά ως φεμινιστικές συλλογικότητες έχουμε πάντα κατά νου το θέμα της ταξικής αδυναμίας πολλών γυναικών, και ποτέ δεν υποχωρούμε από αυτό που θεωρούμε ως υποχρέωσή μας για αλληλεγγύη για τέτοιους λόγους. Αντίθετα, δεσμευόμαστε περισσότερο με γυναίκες σε συνθήκες βίας που έχουν λιγότερη πρόσβαση σε άλλους δεσμούς εκτός από τις οργανώσεις μας.

ΤΕΛΟΣ, ας μην ξεχνάμε τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Ο ρόλος πολλών από τα μεγάλα μίντια είναι συμπληρωματικός του ρόλου των κρατικών θεσμών. Οι υποθέσεις αρχικά παρουσιάζονται με εντυπωσιακούς και σκανδαλοθηρικούς τίτλους, και στη συνέχεια έρχεται η ηδονοβλεπτική πρσέγγιση που «τραβά το κοινό», με αποτέλεσμα την παραβίαση των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων των γυναικών-θυμάτων. Στην απώτερη συνέχεια υπάρχει συνήθως η συγκάλυψη, σε αρμονία με τις κινήσεις των όποιων εμπλεκόμενων κρατικών υπηρεσιών.

ΔΥΣΤΥΧΩΣ, ακόμα και η δημόσια τηλεόραση, η οποία ασφαλώς θα όφειλε να αναδεικνύει τα θέματα βίας κατά των γυναικών, δεν είχε ποτέ μέχρι σήμερα μια εκπομπή γυναικείων δικαιωμάτων. Αντίθετα, τα ιδιωτικά κανάλια έχουν μεν εκπομπές για τις γυναίκες, αυτές όμως επικεντρώνονται στο lifestyle, στην ομορφιά και στην κατανάλωση, ενώ τα θέματα που αφορούν την έμφυλη βία συνήθως προβάλλονται (όταν προβάλλονται) με όρους σκανδαλοθηρικούς, ή στην καλύτερη περίπτωση με κάποια ασταθή ισορροπία ανάμεσα στην ενημέρωση και στη σκανδαλοθηρία.

ΚΛΕΙΝΟΝΤΑΣ, θα ήθελα να τονίσω ότι η δράση για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών ήταν -και συνεχίζει να είναι- κοινωνικά χρήσιμη με πολλούς τρόπους, γι’ αυτό και όλες/όλοι εμείς που έχουμε συμμετάσχει σε οποιονδήποτε βαθμό και με οποιονδήποτε τρόπο, νιώθουμε ότι καταθέσαμε μια θετική προσφορά.


Σ.Β.


Σίσσυ Βωβού
ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΦΕΜΙΝΙΣΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ

άμεσα διαθέσιμο για αποστολή με έκπτωση 25% (τελική τιμή: 11,25)
Η Σίσσυ Βωβού γεννήθηκε στον Πειραιά. Έχει πλούσια δράση και αρθρογραφία σε ζητήματα ισότητας από τη δεκαετία του '80. Το 2020 εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο, το οποίο περιλαμβάνει το πλήρες δικαστικό χρονικό δεκαεννέα υποθέσεων βίας κατά γυναικών.

Πατριαρχική Δικαιοσύνη και Φεμινιστικές Αντιστάσεις (φεμινισμός-εγκληματολογία, 2020)