Η ιστορία συνεταιριστικών εγχειρημάτων σαν της Μακεδονίας δεν είναι η ιστορία των κοινωνικών κινημάτων της Μεγάλης Ύφεσης, αλλά ενός ρεύματός τους. Σε αυτό το ρεύμα, οι ουτοπικές κοινότητες συνάντησαν την ανάγκη ανακούφισης της υπαίθρου και την αγωνία για οικονομική μεταρρύθμιση. Ο πασιφισμός και οι αντιλήψεις κατά του φυλετικού διαχωρισμού μπήκαν στο μείγμα. Διάφορες θρησκευτικές παραδόσεις, από τους Κουακέρους του Βορρά έως τους ριζοσπάστες προτεστάντες ιεροκήρυκες του Νότου, έβαλαν κι αυτές το λιθαράκι τους.
Ανάμεσα στις διάφορες επιρροές που συνέκλιναν για να δώσουν ζωή και σχήμα στη Μακεδονία, το συνεργατικό κίνημα ήταν μάλλον η σημαντικότερη. Μπορεί οι έως τότε εμπειρίες του ιδρυτή της Μόρις Μίτσελ να προέρχονταν κατά κύριο λόγο από την εκπαίδευση, ωστόσο η δραστηριότητά του στη Μακεδονία και συνολικότερα στον Νότο δείχνει πως το βασικό αντικείμενο των προσπαθειών του εκείνη την περίοδο είχε να κάνει με τα συνεργατικά οικονομικά. Η γλώσσα του καταστατικού της κοινότητας δείχνει άνθρωπο ειδήμονα στο αντικείμενο, και ειδικότερα στην τάση του συνεργατισμού που ξεκίνησε στην Αγγλία το 1844 με το άνοιγμα του περίφημου καταστήματος στο Ρότσντεϊλ.
Η επιθυμία να εισαχθεί ο συνεργατισμός στον Νότο είχε ποικίλες προελεύσεις, πράγμα που έκανε το πείραμα ακόμα πιο ενδιαφέρον. Σε μεγάλο βαθμό το συνεργατικό κίνημα λειτούργησε ως ενοποιός δύναμη, θέτοντας τους στοχαστές και αγωνιστές αυτών των διαφορετικών προελεύσεων -που στην ουσία ήταν διαφορετικά συμφέροντα- κάτω από έναν κοινό σκοπό.
Οι μεταρρυθμιστές εκείνης της περιόδου πίστευαν πως όλα τα προβλήματα του Νότου (φυλετικός διαχωρισμός, οικονομική υπανάπτυξη, απουσία εκβιομηχάνισης και σύγχρονου επιπέδου ζωής) ήταν κληροδότημα της δουλείας και των καθυστερημένων μορφών οργάνωσης της αγροτικής παραγωγής, της λεγόμενης «γεωργίας των φυτειών». Όπως έγραφε στα κείμενά της η Νοτιοανατολική Συνεργατική Ένωση, η δουλεία γέννησε τα αυγά της αγρομίσθωσης, της διάβρωσης του εδάφους, της φτώχειας, του παραπήγματος, της ασθένειας, της άγνοιας, της φυλετικής προκατάληψης, του εγκλήματος, της δημαγωγίας – και του πατερναλισμού και της εκμετάλλευσης στις επαγγελματικές δοσοληψίες.
Η δουλεία είχε αφήσει και άλλα αρνητικά. Ένα από τα σημαντικότερα ήταν το εξής: Ακόμα και μετά τον νομικό τερματισμό της, η παλαιά κανονικότητα του φυλετικού διαχωρισμού παρέμενε κυρίαρχη. Απλά, όπως εξηγεί ο Ντέιβιντ Ρέντιγκερ, πριν την κατάργηση της δουλείας οι συμβιβασμένοι λευκοί χειρώνακτες διασκέδαζαν την τύχη τους αυτοαποκαλούμενοι «μη σκλάβοι», ενώ μετά έπρεπε να επινοήσουν την ταυτότητα του «μη μαύρου»· και όλο αυτό για να διακρίνονται από τους έγχρωμους χειρώνακτες, των οποίων η κοινωνική θέση ήταν ενοχλητικά παρόμοια με τη δική τους. Στον αντίποδα βρίσκονταν το εργατικό και το συνεργατικό κίνημα, τα οποία υποστήριζαν πως αυτές οι αντιλήψεις βοηθούσαν την άρχουσα τάξη του Νότου να κρατά εξίσου τους φτωχούς λευκούς και τους φτωχούς μαύρους στο περιθώριο, και να εδραιώνει έναν τρόπο αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής που βασιζόταν στο συγκριτικό πλεονέκτημα του χαμηλού εργατικού κόστους (κι όχι της σύγχρονης τεχνολογίας) για να είναι ανταγωνιστική.
Το συνεργατικό κίνημα, έλεγαν οι οπαδοί του, μπορεί να ενώσει τους ανθρώπους και έτσι να βελτιώσει την οικονομική θέση όλων, ασχέτως χρώματος. Σε συνδυασμό με μια γενικότερη καλή φήμη ότι ο συνεργατισμός δεν αντιμετωπίζει τα συμπτώματα αλλά τις ασθένειες, και έχοντας δει την επιτυχημένη δυναμική παρόμοιων πειραμάτων στις μεσοδυτικές πολιτείες και στη Δανία, οι μεταρρυθμιστές του Νότου αναζήτησαν το συνεργατικό κίνημα για να το φέρουν στην περιοχή τους. Κι ενώ οι κοοπερατίβες είχαν προηγουμένως αποτύχει εκεί, κάποια διάσπαρτα καταστήματα, πιστωτικές ενώσεις και νεοσυσταθείσες κοινότητες -σαν τη Μακεδονία, το Σέλο ή την Κοινωνία- έφερναν την ελπίδα της προόδου.