Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής από την Ελλάδα, η ιστορία του ΕΛΑΣ Αττικής παραμένει σχεδόν άγνωστη. Μόνο αραιά συναντάμε στην ιστοριογραφία της Αντίστασης το 34ο Σύνταγμα Αττικοβοιωτίας και τα «αρβανίτικα αντάρτικα» της Πάρνηθας, και συνήθως ως δευτερεύοντα-συμπληρωματικά στοιχεία ενός έπους που γραφόταν αλλού, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα. Εάν όμως το κεφάλι βρισκόταν στην Αθήνα (έδρα του μηχανισμού του ΚΚΕ), η σπονδυλική στήλη στην Κεντρική Ελλάδα και τα άκρα σε όλα τα μέρη της χώρας, για την Αντίσταση η Πάρνηθα υπήρξε το αναντικατάστατο νευρικό της σύστημα.
Το Υπαρχηγείο Αττικής, σύντομα Ι/34 Τάγμα, ήταν το αρμόδιο για την επικοινωνία του κέντρου με τον «ΕΛΑΣ του βουνού»· έβαζε τα στελέχη και τους συνδέσμους στην Αθήνα ή τους έβγαζε απ’ αυτή, παρέλαβε μεγάλο μέρος του οπλισμού των Ιταλών μετά τη συνθηκολόγησή τους, φυγάδευσε τους Εβραίους της πρωτεύουσας, στέγασε τον ασύρματο επικοινωνίας του ΕΑΜ με το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, παρακολουθούσε την κίνηση του εχθρού στον οδικό άξονα Αθήνας – Ελευσίνας – Θήβας (τη μόνη τότε εθνική οδό προς τα βόρεια) και τις σιδηροδρομικές γραμμές προς Θεσσαλονίκη και Πελοπόννησο. Εγγυόταν, τέλος, πως ο δρόμος του ΕΛΑΣ για την Αθήνα θα ήταν ανοιχτός όταν θα αποχωρούσαν οι Γερμανοί, πλεονέκτημα που απέτυχε -ή απέφυγε- να αξιοποιήσει η ηγεσία του κινήματος όταν της δόθηκε η ευκαιρία.
Δεν ήταν ωστόσο ένα ιδιότυπο τάγμα διαβιβάσεων ή μονάδα συνοδείας το Ι/34. Τόλμησε τη σύγκρουση με τον εχθρό, ενίοτε την επιδίωξε κιόλας, κόντρα στη φοβία του καθοδηγητικού κέντρου πως η επιθετική δράση θα εξερέθιζε το γερμανικό θηρίο και θα το οδηγούσε στα ζωτικής σημασίας μονοπάτια της Δυτικής Αττικής. Κι όχι μόνο δε λύγισε, αλλά ανάγκασε τους Γερμανούς να κρατούν καθηλωμένους χιλιάδες πολύτιμους στρατιώτες για την καταδίωξή του.
Σχηματικά η βιβλιοπαραγωγή για την εαμική εθνική αντίσταση διακρίνεται σε τρία κύματα. Το πρώτο περιλαμβάνει απομνημονεύματα αγωνιστών που κυκλοφόρησαν τις δεκαετίες ’50-’60, στα σύντομα φιλελεύθερα διαλείμματα του αποκληθέντος «κράτους της Δεξιάς». Το δεύτερο ξεκινά το ’74 με την αποκατάσταση του κοινοβουλευτισμού· κυριαρχούν ξανά οι βιωματικού τύπου καταθέσεις μιας δρακογενιάς που σιγά-σιγά έφευγε από τη ζωή. Στο τρίτο, το πιο σύγχρονο, η σκυτάλη έχει πια περάσει από τους πρωταγωνιστές στους ιστορικούς επιστήμονες και εξειδικευμένους ερευνητές.
Το Αντάρτικο στην Αττική 1941-1945 ανήκει στο δεύτερο κύμα. Ο Γιώργος Μπουτσίνης, ο καπεταν-Νικήτας του Ι/34, έχει πρόσφατα επαναπατριστεί από τις λαϊκές δημοκρατίες και παρουσιάζει γεγονότα και πρόσωπα του αντάρτικου με πολύτιμες λεπτομέρειες, καταθέτοντας πάντα ευθαρσώς την προσωπική του αξιολόγηση. Για όσα ήταν απών ή δεν είναι βέβαιος, χρησιμοποιεί συνήθως χωρία από το εμβληματικό «Γερμανοί, Κατοχή, Αντίσταση» του Φοίβου Γρηγοριάδη, καθώς και από το προ εικοσαετίας δημοσιευμένο στον αθηναϊκό τύπο χρονικό του Ανδρέα Μούντριχα, τον οποίο θεωρεί εν γένει αξιόπιστο αφηγητή παρά τη μεταπολεμική στροφή του προς τη Δεξιά και τον εργοδοτικό συνδικαλισμό. Άλλοτε αξιοποιεί μαρτυρίες συναγωνιστών που ζήτησε ο ίδιος εν όψει της έκδοσης, και τις ακόμα ακυκλοφόρητες αναμνήσεις του στενού του φίλου Νίκου Παπανικολάου. Όλες αυτές οι πηγές δεν είναι απλά γεμίσματα· ολοκληρώνουν την αφήγηση, ο συγγραφέας κάνει διάλογο μαζί τους, συχνά τις χρησιμοποιεί αντιπαραθετικά μεταξύ τους για να αναδείξει διαφορετικές εκτιμήσεις και κίνητρα.
Το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1979 σε επιμέλεια Νίκου Παπανικολάου, αυτοέκδοση του συγγραφέα και εμπορική διανομή από τις Εκδ. Νεόκοσμος των Φοίβου και Σόλωνα Γρηγοριάδη. Γνωρίζουμε πως ο συγγραφέας δούλευε τη β΄ έκδοση στις αρχές της δεκαετίας του ’80, διορθωμένη και συμπληρωμένη με την περίοδο από τη Βάρκιζα έως την έναρξη του Εμφυλίου, αλλά δεν πρόλαβε.
Επιλέξαμε η επανέκδοση να γίνει αφενός σε δύο τόμους, αφετέρου με πρόσθετη επιμέλεια και όχι ως πανομοιότυπο. Πέρα από τις συνήθεις παρεμβάσεις μιας επιμέλειας (ενιαίο ύφος και ορθογραφία, αντιπαραβολές, διορθώσεις κλπ), το δεύτερο μας επέτρεψε να αναδιατάξουμε τη ροή της αφήγησης και να προβούμε σε νέο χωρισμό σε κεφάλαια, ώστε τα γεγονότα και τα πορτραίτα αγωνιστών να παρουσιάζονται πιο συνεκτικά. Προσθέσαμε επίσης βιογραφικά για τα πρόσωπα-κλειδιά, χάρτες των επιχειρήσεων και σχόλια, προσπαθώντας να διευκολύνουμε το μέσο σημερινό αναγνώστη. Αντίθετα, δεν κάναμε καμιά παρέμβαση στα κείμενα των πηγών (με εξαίρεση ορισμένες συμβολές του Αλέξανδρου που ήταν ενσωματωμένες στο κυρίως κείμενο) και το προλογικό σημείωμα του συγγραφέα, τα οποία παρατίθενται όπως ακριβώς στην α΄ έκδοση.