Ο Τσαρλς Κήτινγκ Τάκερμαν (Charles Keating Tuckerman) γεννήθηκε στη Βοστώνη το 1821. Αποφοίτησε από το Boston Latin, το κορυφαίο κλασικό γυμνάσιο των Ηνωμένων Πολιτειών, και κατά την πρώτη ωριμότητά του δραστηριοποιήθηκε επιχειρηματικά στην Καντόνα (ΝΑ Κίνα) και την Ευρώπη. Επί Αμερικανικού Εμφυλίου συμμετείχε -άγνωστο με ποια ιδιότητα- στην αποτυχημένη προσπάθεια να ιδρυθεί αποικία απελεύθερων σκλάβων στο Ιλ-α-Βας της Αϊτής. Μετά το ξέσπασμα της Κρητικής Επανάστασης του 1866, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ίδρυση φιλελληνικών επιτροπών στη Νέα Υόρκη και τη Βοστώνη.
Το 1868 τοποθετήθηκε από τον πρόεδρο Άντριου Τζόνσον επικεφαλής της διπλωματικής αποστολής των ΗΠΑ στην Αθήνα. Επέδωσε τα διαπιστευτήριά του στον βασιλιά Γεώργιο Α΄ στις 16 Ιουνίου και ουσιαστικά αποτέλεσε τον πρώτο χρονικά πρέσβη της χώρας του στην Ελλάδα, αφού έως τότε οι ΗΠΑ εκπροσωπούνταν σε επίπεδο προξένου. Η θητεία του ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 1871. Αμέσως μετά, κυκλοφόρησε το παρόν βιβλίο με τίτλο «The Greeks of To-Day».
Το βιβλίο μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Αντώνιο Ζυγομαλά και εκδόθηκε το 1877 από το αθηναϊκό τυπογραφείο Φιλοκαλία ως «Οι Έλληνες της Σήμερον». Στον σχεδόν ενάμιση αιώνα που πέρασε από τότε, η μετάφραση του Ζυγομαλά (σε καθαρεύουσα της εποχής) έχει ανατυπωθεί από διάφορους εκδότες. Ωστόσο, απ’ όσο γνωρίζουμε, δεν είχε γίνει μέχρι σήμερα κάποια απόπειρα μετάφρασης του πρωτοτύπου στη δημοτική.
Επιλέξαμε να μεταφράσουμε εξαρχής και να κυκλοφορήσουμε τους «Έλληνες του Σήμερα» στην επέτειο των διακοσίων χρόνων της Επανάστασης του ’21, διότι μπορεί να μην αναφέρονται στα γεγονότα της επανάστασης, αποτελούν όμως μια εμβριθή ανάλυση του αναιμικού κράτους που προέκυψε από αυτή – της καθημερινής ζωής, των εσωτερικών καθυστερήσεων αλλά και επιτευγμάτων, της θέσης της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό πολιτικό περιβάλλον, των προοπτικών της. Ίσως μάλιστα ο αναγνώστης, έχοντας κατά νου πως ένας πρέσβης εκφράζει πρωτίστως τα συμφέροντα της χώρας του και μόνο δευτερευόντως την προσωπική άποψή του, εκπλαγεί από την ελευθερία λόγου του συγγραφέα και ιδίως από την κριτική που ασκεί στις Μεγάλες Δυνάμεις. Θα πρέπει όμως να ληφθεί υπ’ όψη ότι ο Τάκερμαν δεν ήταν διπλωμάτης καριέρας, συνεπώς δεν διακινδύνευε το επαγγελματικό του μέλλον, όπως και ότι οι ΗΠΑ του 19ου αι. δεν ήταν η σημερινή υπερδύναμη, αλλά μια περιφερειακή δύναμη με συμφέροντα σχεδόν αποκλειστικά στην αμερικανική ήπειρο.
Είτε συμφωνήσει είτε διαφωνήσει κανείς με τις διαπιστώσεις και τις παραινέσεις του Τάκερμαν, δεν μπορεί να του καταλογίσει ελλιπή γνώση των θεμάτων που πραγματεύεται, πολλώ δε μάλλον κακή πρόθεση. Αντίθετα, το συγκεκριμένο βιβλίο υπήρξε όαση φιλελληνισμού (στα όρια της μεροληψίας, για να πούμε τη δική μας άποψη) σε μια περίοδο που ο διεθνής τύπος θεωρούσε το ελληνικό κράτος «χαμένη υπόθεση» και «ιστορική αποτυχία του 19ου αιώνα», και είναι εμφανής η διάθεση του συγγραφέα να καταρρίψει ένα προς ένα τα στερεότυπα περί ανίκανων, εκφυλισμένων και εθισμένων στην παρανομία Ελλήνων – στερεότυπα που ακούσαμε ως λαός και σε πολύ πιο πρόσφατους καιρούς.