Τι παραπάνω θα μπορούσα να πω στους αναγνώστες; Αυτό ήταν το βασικό ερώτημα που με απασχόλησε όταν πήρα την απόφαση να γράψω το συγκεκριμένο βιβλίο. Ευτυχώς, πήγε γρήγορα περίπατο, γιατί σε διαφορετική περίπτωση ποτέ δεν θα έμπαινα στη διαδικασία να ξεκινήσω ένα βιβλίο και να το τελειώσω. Υπάρχει κάτι που δεν έχει γραφτεί; Ίσως όχι, αλλά σίγουρα κανείς δεν έχει γράψει με τον δικό μου τρόπο (όποιος κι αν είναι αυτός) ή κανείς δεν έχει γράψει τη δική μου αλήθεια.
Αυτό λοιπόν αποφάσισα να γράψω, τη δική μου αλήθεια. Ό,τι βγαίνει από την ψυχή μου, ό,τι βγαίνει από μέσα μου. Γυρίζοντας κάποια χρόνια πίσω, διαπιστώνω ότι η ανάγκη εξέλιξης υπήρχε πάντα μέσα μου, αλλά ήταν συγκεχυμένη. Δεν γνώριζα σε ποια κατεύθυνση έπρεπε να πάω, ποια μέσα να χρησιμοποιήσω και πού ήθελα να φτάσω. Μακάρι να υπήρχε ένα GPS που θα έδειχνε τα πάντα, αλλά το πράγμα δεν λειτουργεί μ’ αυτόν τον τρόπο. Η διαδικασία περιέχει πολλές ερωτήσεις στους περαστικούς για να βρεις τον δρόμο. Είναι σαν να βγαίνεις στο ωκεανό και να προσπαθείς να επιβιώσεις. Κάθε αρχή είναι δύσκολη, αλλά έχει σημασία να κάνεις το πρώτο βήμα.
Η πνευματική αναζήτηση ξεκίνησε σαν ένα μικρό τσίμπημα, αλλά όσο περνούσε ο καιρός έμοιαζε με ξυπνητήρι που όσο κι αν πατούσες το κουμπί να σταματήσει, αυτό συνέχιζε μέχρι να σου σπάσει τα νεύρα! Μου έκανε εντύπωση που έβλεπα ανθρώπους κοντά στα σαράντα ή λίγο μετά να είναι αλλού. Όχι μόνο δεν είχαν αισθανθεί το τσίμπημα, αλλά ούτε καν περνούσε από το μυαλό τους ότι θα αλλάξουν αυτό που (πιστεύουν ότι) είναι. Μετά, παρατηρούσα ανθρώπους ακόμα μεγαλύτερης ηλικίας που επίσης βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση, και καταλάβαινα πια ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει. Τα παθήματα είναι για όλους, αλλά όχι τα μαθήματα. Το σίγουρο είναι ότι είχαν ευκαιρίες στη ζωή τους, όπως όλοι μας, όμως δεν τις εκμεταλλεύτηκαν. Δεν νιώθουν όλοι αυτή την εσωτερική ανάγκη να εξελιχθούν, να θέσουν στόχους, να βρουν τον σκοπό της ζωής τους, να ακολουθήσουν το όραμά τους, να ζήσουν το κάθε λεπτό και να αισθάνονται ευγνωμοσύνη απλώς και μόνο επειδή ξυπνούν το πρωί και βλέπουν τον ήλιο. Το αποτέλεσμα είναι να ζουν με αυτόματο πιλότο και αυτό συνήθως φέρνει μια διαρκή αίσθηση του ανικανοποίητου.
Σε ένα από τα προγράμματα Life Coaching που παρακολούθησα, ένας άνδρας γύρω στα σαράντα είπε κάτι που, μπορώ να πω, σίγουρα το αισθάνθηκα και εγώ. «Ξέρετε, από την ώρα που αποφάσισα να αλλάξω τη ζωή μου και να ευθυγραμμιστώ με την ψυχή μου, οι άνθρωποι με βλέπουν πιο περίεργο από πριν, αλλά δεν με πειράζει. Εγώ είμαι καλά!»
Έτσι είναι. Ακόμα και άτομα της οικογένειάς σου μπορεί να σε χλευάσουν, να σε ειρωνευτούν, να σε περάσουν για τρελό, αλλά δεν σε πειράζει, δεν σε αγγίζει, γιατί έχεις βρει το νόημα της ζωής ή μάλλον έχεις δώσει νόημα στη ζωή σου. Έχεις βρει τον δικό σου δρόμο, ξέρεις ποιος είσαι και η ψυχή σου δεν κάνει λάθος. Με την ελπίδα, λοιπόν, να επηρεάσω θετικά έστω και έναν άνθρωπο που θα διαβάσει αυτό το βιβλίο, σου παραθέτω τη δική μου αλήθεια.
Β. Γ.